μαλαγάνα

μαλαγάνα
η, και μολαγάνας, ο
αυτός που προσπαθεί να επιτύχει τον σκοπό του με κολακείες και με προσποιητή αγάπη, ο γαλίφης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. malagana. Ο τ. μαλαγάνας < μαλαγάνα, με αλλαγή γένους (πρβλ. μάγκα > μάγκας)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μαλαγάνα — μαλαγάνα, η και μαλαγάνας, ο (λ. ισπαν.), αυτός που πετυχαίνει το σκοπό του με κολακείες και γαλιφιές: Είναι μαλαγάνα γι αυτό πέτυχε να πάρει αύξηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαλαγανεύω — [μαλαγάνα] καλοπιάνω κάποιον για να επιτύχω κάτι, κολακεύω κάποιον από συμφέρον, γαλιφεύω …   Dictionary of Greek

  • μαλαγανιά — η [μαλαγάνα] η επίδειξη αγαθότητας και αγάπης από υστεροβουλία, η κολακεία, η γαλιφιά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”